Σάββατο 24 Απριλίου 2010

ΑΡΑΒΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Ερωτική ποίηση Απόσπασμα του Ομάρ Αμπί Ραμπία κονδύλη. Σ. 134-136
‘’Θα αρνιόσουν, αφού τις γνώρισες πρώτα καλά,
Τις κατοικίες όπου έζησαν οι γείτονές σου;

Κατοικίες λευκές, που κάποτε προστάτευαν
με μυστικό το πάθος σου, και ήταν συνάμα τα σημάδια του.

Ήθελε να σου αρέσει όταν ήσασταν εκεί,
Αναζητώντας το πάθος σου, ακόμη και στην άρνησή σου .

Αυτό που ζητούσες, στο έδινε ή το αρνιόταν,
Παίζοντας την κάθε στιγμή

Στιγμές τη θέλησή σου απαρνιόταν,
Κι άλλοτε την έβλεπες σε τίποτα να μην αντιστέκεται

Όταν της θύμωνες, εκείνη κατάφερνε
Με το γέλιο να απομακρύνει αυτή τη διάθεσή σου.

Ήσουν, και ήταν κι αυτή, ήταν ο χρόνος
Ευλόγησε λοιπόν κι εκείνη και το χρόνο.

Τη νύχτα ήσουν γι αυτήν πατρίδα…
Και ήταν τότε, από τις δικές σου τις πατρίδες, η κορυφαία.

Ήταν λοιπόν η έγνοια σου μονάχα εκείνη,
Κι άλλην έγνοια απ’αυτήν δεν είχες.

Τότε, ήταν η συντρόφισσά σου πέρα για πέρα μέχρι το βυθό της λέξης
Και σύντροφός σου όσο κανένας σύντροφος .

Τότε, τον κάθε χλοερό τόπο υπερέβαινε η ευχαρίστηση,
Όσο φημισμένος κι αν ήταν

Λεβάντα ευωδίαζε η σκιά της
Κι όποιο κοράκι να’ταν δεν ήταν σαν τα δικά της.

Όμως κακοί σύρθηκαν ανάμεσα σε κείνη και σε σένα
Χαλάσανε τα δίχτυα της αγάπης και την απομάκρυναν .

Πεισμάτωσα, πεισμάτωσε, το πείσμα
Οδήγησε στο χωρισμό

έκανες δημόσιο το φευγιό σου για να την πληγώσεις άδικα
δεν ήταν στ’αλήθεια πρέπουσα αυτή η συμπεριφορά σου

Ή μήπως την είχες πλησιάσει, για να την αρνηθείς ;
Το μέλλον θα δείξει.

Νομίζεις ίσως ότι στο πάθος σου
Θα επιστρέψει να δει κάποια σημάδια

Μα το πάθος μέχρι το βασίλειο των νεκρών θα σε λιώνει
Η σκέψη σου και η λύπη σου γι’αυτήν.
Εισαγωγή στη Λογοτεχνία των Αράβων
(πρώτο μέρος της κασίντα)

"Μια άσπρη λωρίδα φωτίζει τα σύννεφα της βροχής,
σύννεφα που ορθώνονται σαν Αιθίοπες οπλισμένοι με δόρατα και ξίφη.
Στην κορυφή τους οι σπίθες τρέχουν σαν τις γυναίκες
που χτυπούν τα χέρια τους και μοιρολογούν μέσα στα μελανά φορέματά τους".

"Υπάρχουν άραγε εδώ από την Ουμ Αουφά, σιωπηλά
ερείπια, πάνω στα βράχια του Νταράγ και του Μουταλάμ;
Δεν είχε, ανάμεσα στη μια και την άλλη περιοχή της Ράκμα, μια κατοικία που τα ίχνη της είναι σαν τις πληγές που άνοιξαν ξανά και ξανά στο μπράτσο ενός άνδρα;
Τώρα πια στη γη αυτή βόσκουν μεγαλομάτες άγριες νεαρές αγελάδες και δορκάδες
με τα μικρά τους που χοροπηδούν έξω από τις σπηλιές".

"Τα χέρια του βοριά κρατούσαν τα γκέμια του καραβανιού"
"Όταν ο ήλιος σηκώθηκε, οι αχτίνες του άρχισαν να χορεύουν, και οι λόφοι ντύθηκαν αντικατοπτρισμούς"

"Άφησε με, Ουμάιμα, μόνο με το βαθύ μου πόνο, να υποφέρω μέσα στη νύχτα με τα αργόσυρτα αστέρια.
Μακρόσυρτη νύχτα, λες και δεν έχει τέλος, λες κι ο βοσκός της δεν θα μαζέψει ποτέ τ'αστέρια του στο μαντρί.
Άφησε την καρδιά μου, που η νύχτα της φέρνει πίσω τις στεναχώριες που είχαν για λίγο απομακρυνθεί, κι ο πόνος τους μεγαλώνει από παντού".
δεύτερο μέρος της κασίντα από το ίδιο βιβλίο της κονδύλη, σ. 80-81
Φεύγω με το πουρνό, όταν τα πουλιά είναι ακόμη στη φωλιά τους,
καβάλα στο άλογό μου με το κοντό τρίχωμα, τόσο γρήγορο, που ακόμη και τ'άγρια ζώα αγωνίζονται να του ξεφύγουν
δυνατό, έτοιμο για επίθεση όπως και για φευγάλα, έτοιμο να προχωρήσει όπως και να σταματήσει,
σαν ένα κομμάτι βράχος, που ο αέρας τον έριξε εδώ (...)».

«Πάντα ζω με κρασί και απολαύσεις
σκορπώντας τα αγαθά που έχω είτε κληρονομήσει
είτε αποκτήσει,
μέχρι που πλέον μ'εγκατέλειψε η φυλή μου
και μ'αφήσαν μόνο σα ζώο αρρωστημένο.
Ξένοι με περιμάζεψαν χωρίς να με αρνηθούν.
Κι εσύ, που με κατηγορείς πως διψάω για μάχες,
πως η ακολασία είναι η ζωή μου,
μπορείς να μου χαρίσεις την αθανασία ;
τέλος της κασίντα κονδύλη 88-90
«Εμείς είμαστε ρούχα λειωμένα
Ενώ τ'άστρα τη νύχτα ανεβαίνουν στον ουρανό δίχως φθορά.
Τα βουνά και τα βράχια, τα κάστρα και τα παλάτια,
που χτίσαμε, παραμένουν, χωρίς εμάς (...)
Οι άνθρωποι σ'αυτή τη ζωή είναι σαν επισκέπτες
που σταματούν για λίγο σ'ένα γεμάτο πανδοχείο,
περνούν το διάστημα μιας μέρας,
και φεύγουν βιαστικά την επομένη,
κι ο τόπος μένει χέρσα γη.

"Μη με θάψετε! Σας το απαγορεύω! Κι εσύ ύαινα να χαρείς,
όταν μου πάρουν το κεφάλι - όπου βρίσκεται το καλύτερο του εαυτού μου-
και το υπόλοιπο σώμα μου μείνει εγκαταλελειμμένο στο πεδίο της μάχης.
Δεν περιμένω πια εδώ μια ζωή ευτυχισμένη, διωγμένος καθώς είμαι για τα κρίματά μου".


«Είπατε : αν θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε ώστε να επικρατήσει η ειρήνη, αυτό θα ήταν η ευτυχία.
Έτσι γίνατε οι κύριοι της πιο μεγάλης νίκης σ'αυτή τη μάχη, αποφεύγοντας τις αδικίες και τους φόνους.
(...)
Αλίμονο στα παιδιά που θα γεννήσει ο πόλεμος,
γρήγορα θα απογαλακτιστούν και θα φύγουν, με κακία τρομερή.
Ο πόλεμος θα σας φέρει τόσες δυστυχίες,
όσες ποτέ σοδειές δεν είχαν και τα πιο εύφορα μέρη της Μεσοποταμίας».

Αμπού νουάς, κονδύλη 182
"Αλλά εγώ, αρνούμενος αυτό που βλέπω,
μιλώ για τις προφητικές μου εκλάμψεις.
Να 'μαι, συνθέτω κάτι
που ορθώνεται μέσα από την οφθαλμαπάτη,
στην έκφραση, μοναδικό,
στην έννοια, πολυσήμαντο.
Αναζητώντας το,
αναζητώ το χώρο της ουτοπίας.
Σαν να κυνηγώ
την ομορφιά
κάτι άπιαστου που τρέχει εμπρός μου"…


Αραβική Ποίηση:
Αμπού ταμάμ, Τραγούρι για το αμόριο κονδύλη σ. 187-190
1. «Το σπαθί είναι καλύτερο σημάδι από τα βιβλία,
Η κόψη του ξεχωρίζει το χωρατό από την αλήθεια.
2. Τα αστραφτερά μαχαίρια, κι όχι οι μαυρισμένες σελίδες,
Αναιρούν την αμφιβολία και την αβεβαιότητα.
3. Το μέλλον είναι αναγνώσιμο στην αιχμή των αστραποβόλων δοράτων
Μεταξύ δύο στρατευμάτων, κι όχι μεταξύ 7 ουρανίων σωμάτων]
4. Τί έγινε με τα λόγια τους και τα άστρα,
Τις κοροϊδίες και τα ψέματα που σκαρφίστηκαν;
5. Έκαναν τους ανθρώπους να φοβηθούν μια ζοφερή καταστροφή
Με την εμφάνιση ενός κομήτη προς τη δύση.
6. Άφησαν στα υψηλά σημεία του ζωδιακού κύκλου τη φροντίδα να διακρίνουν
ποιο ήταν το αρνητικό και ποιο το θετικό,
7. Ενώ τα σύμβολα αυτά αγνοούν
Εάν τα ίδια βρίσκονται στον πόλο ή στην ουράνια τροχιά
8. Εάν ποτέ είχαν προβλέψει κάτι πριν αυτό να γίνει
Τότε δε θα είχαν κρύψει αυτό που θα συνέβαινε στα είδωλα και τους σταυρούς,
9. Μια νίκη τόσο μεγάλη που δεν μπορούν να αγκαλιάσουν
Οι στίχοι ενός ποιήματος ή το κείμενο ενός λόγου
10. Νίκη που άνοιξε τη μια μετά την άλλη τις πύλες του ουρανού
Και η γη για χάρη της εμφανίστηκε με νέο χιτώνα.

11. Ω μέρα της μάχης του Αμορίου! Πραγματοποίησες
τις επιθυμίες μας γλυκά σα γάλα-μέλι
12. Βάσταξες τη δόξα των γιών του Ισλάμ στο απόγειό της
Και πέταξες στο βάραθρο τους συνεταιριστές και το φρούριο της ανομίας.
13. Γιατί το Αμόριο ήταν γι’αυτούς μητέρα και ας ήλπιζαν να το καταλάβουν,
Γι’αυτό θα πλήρωναν με τις μανάδες και τους πατεράδες τους.
14. Γυναίκα σεμνή, που νίκησε
Το Χοσρόη και αρνήθηκε τον Αμπού Κάριμπ.
15. Παρθένα, τίποτα δεν την είχε μπορέσει να την αναγκάσει,
Και ο ρους στης ιστορίας δεν ενδιαφερόταν πια γι’αυτήν.
16. Από την εποχή του Αλεξάνδρου, και πριν ακόμη,
Μπορεί να άσπρισαν τα μαλλιά του χρόνου, αλλά αυτή δεν γέρασε,
17. Σαν ο Θεός να είχε γι’αυτήν σημειώσει τα χρόνια
Με την ενέργεια άπληστης γυναίκας, είχε γίνει το σύμβολο του χρόνου.
18. Οδήγησε στη μαύρη απελπισία, για ό,τι τους έλαχε,
Ενώ το όνομα της ήταν ‘η παρηγορούσα’.
19. Κακό προοίμιο ήταν γι’αυτήν η μάχη της Άγκυρας
Οταν αυτή η πόλη εγκαταλείθφηκε και ερήμωσαν οι δημοσιές κι οι πλατείες της.
20. Όταν είδε την αδελφή της ερημωμένη,
Η ερήμωση έγινε και γι’ αυτήν πιο κολλητική κι από τη ψώρα.
21. Πόσοι και πόσοι απ’τους καβαλάρηδές της μέσα απ’τα τείχη
Δεν έκαναν κόκκινα μαλλιά από το αίμα που ξεχυνόταν ορμητικά
22. Στις άκρες των δοράτων. Η χέννα τους ήταν το αίμα,
Δεν ήταν η παράδοση ή ο νόμος.
23. Ο πρίγκιπα των πιστών, την παρέδωσες
τη μέρα εκείνη στη φωτιά που έφαγε την πέτρα και τα ξύλα της!
24. Άφησες εκεί μια βαθιά νύχτα, κι όμως ήταν ώρα του ήλιου
Που έδιωχνε ένα πρωινό φωτιάς που είχε ανάψει μέσα της
Λες και το ένδυμα της νύχτας αρνιόταν
Το σκοτάδι του, και ο ήλιος δεν είχε γιόμα.
25. Λάμψη της φωτιάς που κρατάς αιχμάλωτα τα σκοτάδια
Σκοτάδια καπνού που μαυρίζετε την αυγή
26. Το δειλινό του ήλιου φαινόταν να γεννιέται μέσα από τις φλόγες
Κι όμως ο ήλιος μεσούρανος εξαφανιζόταν μες στους καπνούς
27. Ο χρόνος εξαγνιζόταν όπως ξανοίγουν τα σύννεφα
Χάρη σε μια μέρα πολέμου ιερού αλλά και βέβηλου».

Αραβική Ποίηση:
αμπού λ ατάχια, η διαθήκη
Ξερό ψωμί θα τρως
Σε μια γωνιά
Νερό θα πίνεις
Που η γη που μόνο σε φιλοξενεί, γεννάει.
Μικρό κελί που θα χωρεί μονάχη τη ψυχή σου.

Με το λοιπό, ένας χώρος προσευχής,
Στ’ απάγκιο κάθε παρουσίας.
Κι εσύ εκεί, ακουμπισμένος σ’ ένα στύλο,
μελετάς για τις γενιές που έχουν χαθεί.

Μα την αλήθεια, τίποτα πιο φοβερό απ’ το χαμένο χρόνο,
Αυτόν που χάθηκε στα υπεροπτικά παλάτια των ανθρώπων…
Κι αποζητά τώρα την κόλαση και τη φωτιά του

έτσι και μένα, αυτή, είναι η δική μου διαθήκη,
Αυτό η πιο ακριβή διδασκαλία μου.
Ο έχων ώτα, ευτυχής:
Μα τη ζωή μου! Αρκετό αυτό είναι.
Ακούστε ξένοι με στοργή
Τα λόγια αυτού
Που ονομάσατε τρελό.

Αραβική Ποίηση:
Γκιμπράν, απόσπασμα από τον Προφήτη, σελ. 84-86
Κάποιοι από σας με φώναζαν μονόχνωτο, μεθυσμένο με την ίδια μου τη μοναξιά.
Λέγανε: «πιάνει κουβέντα με τα δέντρα του δάσους κι όχι μ’ ανθρώπους.
Στις κορυφές των λόφων κάθεται μονάχος κοιτάζοντας από ψηλά την πόλη μας».
Είναι αλήθεια ότι ανέβηκα στους λόφους και περπάτησα σε τόπους απόμερους.
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να σας δω, αν δε βρισκόμουνα σε μεγάλο ύψος ή σε μακρινή απόσταση;
Πώς μπορεί κάποιος να είναι αληθινά κοντά, αν δε βρεθεί μακριά;

Και κάποιοι άλλο από σας μιλούσαν μέσα μου, όχι με λόγια, λέγοντας:
«ξένε, ξένε, εραστή τους απρόσιτου ύψους, γιατί για κατοικία σου έχεις τις κορφές, εκεί που χτίζουν φωλιές οι αετοί;
Γιατί αναζητάς το ανέφικτο;

μες στη μοναξιά των ψυχών τους τέτοια ήταν τα λόγια τους.
Μα αν βαθύτερη ήταν η μοναξιά τους, τότε θα ήξεραν ότι δεν έψαχνα τίποτε παραπάνω από το μυστικό της χαράς και του πόνους σας.
Κι ότι κυνηγούσα τους ανώτερους εαυτούς σας που βαδίζουν στα ουράνια.
Μόνο που ο κυνηγός ήταν και το θήραμα.
Καθώς πολλά από τα βέλη που το τόξο μου πετούσε, προορισμό τους είχαν μόνο το δικό μου στήθος.
Και ο ουράνιος ταξιδευτής την ίδια στιγμή σερνάμενο ερπετό ήταν.
Γιατί την ώρα που τα φτερά μου στον ήλιο απλώνονταν, χελώνα στη γη ήταν η σκιά τους.
Κι εγώ ο πιστός ήμουν, επίσης, και δύσπιστος.
Γιατί συχνά τα δάχτυλα έβαλα στην ίδια την πληγή μου, ώστε μεγαλύτερη να γίνει η πίστη μου σ’ εσάς και πιότερη η γνώση.

Με τούτη την πίστη και τη γνώση έρχομαι να δηλώσω.
Δεν είστε μες στα σώματα εγκλωβισμένοι, μήτε περιορισμό κανένα έχετε από τα σπίτια σας ή τα χωράφια.

Αυτό που είστε για κατοικία έχει το βουνό και οδηγό στην περιπλάνηση τον άνεμο.
Δε σέρνεται κάτω απ’ τον ήλιο για να ζεσταθεί, μήτε σκάβει τρύπες σκοτεινές για την ασφάλειά του.
Μα είναι ελεύθερο, ένα πνεύμα που περιβάλλει ολόκληρη τη γη και εισδύει στον αιθέρα.

Αν ασαφή ακούγονται τα λόγια μου κι αόριστα, μην ψάξετε για ερμηνείες.
Η ασάφεια και η αοριστία είναι η αρχή των πάντων, μα όχι και το τέλος τους.
Και θα προτιμούσα στη μνήμη σας να με κρατήσετε σαν αρχή.

Άδωνης 133 Η αρχή του λόγου أول الكلام
Το παιδί που ήμουν κάποτε, ήρθε σε μένα
μια φορά,
με πρόσωπο αλλόκοτο.

Δε μίλησε διόλου. Περπατήσαμε
ατενίζοντας ο ένας προς τον άλλον με σιωπή. Τα βήματά μας
ποτάμι που κυλάει παράξενα.

Οι ρίζες μάς ένωσαν, στο όνομα των φύλλων που στροβιλίζει το αγέρι,
Έπειτα χωρίσαμε,
δάσος που γράφει η γη και το αφηγούνται οι εποχές

Ω, παιδί που ήμουν κάποτε, βγες μπροστά
Τι είναι αυτό που μας ενώνει, τώρα, και τι θα λέμε ;

Μπαντρ ελ σαγιάμπ μετάφραση Κ. Μοσκώφ, Αραβική Ποίηση του 20ου αιώνα, εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 146
Η βροχή μαύρος πέπλος
Τρυπά τη γη μας.
Βροχή! Βροχή!
Κάθε σταγόνα της γεννά ροδοπέταλα,
Δάκρυα των γυμνών,
Δάκρυα των πεινασμένων,
Το αίμα των σκλάβων,
Το γέλιο των παιδιών,
Ένα ροδοκόκκινο μαστό
Που θηλάζει τα νεογέννητα –
Γεννά
Το μέλλον, την καινούρια ζωή.
Βροχή! Βροχή! Βροχή!
Οι έρημοι του Ιράκ
Με τη βροχή βλαστήσαν.

Αραβική Ποίηση:
Άδωνης 34
(οι μεταφράσεις του Άδωνη είναι από το βιβλίο Ε. Κονδύλη-Μπασούκου, Άδωνης, Οι Αναλογίες και οι Αρχές, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.

Εντάξει, δε θα κοιμηθώ
Θα προσπαθήσω ν’ αναγνωρίσω τους δρόμους μου, να μάθω αυτά που ‘χουν μάθει οι άλλοι

Εντάξει, ναι, θα μπω στο συρφετό, -
Ένα βήμα, δύο, τρία …

Άνθρωπος νεκρός, ασφάλεια
Άνθρωπος νεκρός, ασφάλεια
Άνθρωπος νεκρός, ασφάλεια …
/δε θα’ σαι μάρτυρας για μας/

ιδού εγώ στου λόγου το πέλαγο
φύλλο πλεούμενο, - και είδα, σαν να ξανάλεγα αυτά που είπαν οι άλλοι
και είδα, σαν να κοιμόμουν.

Άδωνης Η αρχή διαφορών
Βγήκε η ποίηση όντας παιδί ακόμη στον αραβικόν εξώστη, -
Ο ήλιος άνοιγε
Κι ο αγέρας στέγνωνε τα προφητικά βλέφαρά της :

Δεν υπάρχει ηχώ ανάμεσα στη φωνή μου και σ’ αυτό το στερέωμα, -
Μήπως η νοσταλγία μου είναι άλλη από τη νοσταλγία, το κάλεσμά μου διαφορετικό ;

Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μένα και τις ρίζες μου,
Τίποτα ανάμεσα σ’ εμένα και την παρουσία μου
εξόν απ’ αυτές τις λεπτές φλέβες στο σώμα του αλφάβητου.

Άδωνης 30 οι ποιητές
Γι’ αυτούς ου τόπος, -ζεσταίνουν
Το κορμί της γης, φτιάχνουν
Για το διάστημα κλειδιά, -

Δεν άφησαν
Γενιά μήτε σπίτι
Για τους θρύλους τους, -

Τους έγραψαν
Καταπώς γράφει ο ήλιος την ιστορία του, -

Ου τόπος …
Kahlil Gibran
1883-1993

Ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης, γεννήθηκε στο Λίβανο, μια γη που γέννησε πολλούς προφήτες. Τα εκατομμύρια των αραβόφωνων λαών, που γνωρίζουν τα κείμενά του, τον θεωρούν διάνοια της εποχής του . Η φήμη του και η επίδρασή του, όμως, απλώθηκαν πέρα από την Εγγύς Ανατολή. Η ποίησή του μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες . Τα σχέδια και οι πίνακές του εκτέθηκαν σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου . Ο Αύγουστος Ροντέν, ο δάσκαλός του, τα συνέκρινε με εκείνα του Γουίλιαμ Μπλέικ . Εγταταστάθηκε στις Η.Π.Α, όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του άρχισε να γράφει στην αγγλική γλώσσα . Στην ποιήσή του, η φλόγα της νιότης, συνδυασμένη με τη σοφία της ωριμότητας, διαπερνά τη θλιβερή πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας και οραματίζεται ένα νέο κόσμο ομορφιάς και δικαιοσύνης . Ο Προφήτης (το πιο γνωστό του έργο) και τα άλλα έργα του, που εκδόθηκαν μαζί με τα μυστικιστικά του σχέδια, αγαπήθηκαν από αναρίθμητους αναγνώστες, που βρίσκουν μέσα τους μια έκφραση των βαθύτερων συλλήψεων της καρδιάς και του νου του . Έργα : "Τα σπασμένα φτερά" , "Σκέψεις και διαλογισμοί" , "Ο προφήτης" , "Άμμος και αφρός" , "Ο κήπος του προφήτη" , "Τα μυστικά της καρδιάς , Δάκρυ και χαμόγελο" ,Οι νύμφες της κοιλάδας" , "Ο θάνατος του προφήτη" , "Αυτός ο άνθρωπος από το Λίβανο" , "Ο Ιησούς, ο υιός του ανθρώπου" , "Η φύση της καρδιάς" , "Ανάμεσα στη νύχτα και την αυγή" , "Πεζά ποιήματα" , "Η πομπή" , "Οι γήινοι θεοί" , "Η σοφία του Τζιμπράν" , "Ο τρελός" , "Ο πρόδρομος" , "Η φωνή του δασκάλου" , "Η λιτανεία" ,"Ο περιπλανώμενος" , "Καθρέφτες της ψυχής" , "Ανυπόταχτες ψυχές"

Kahlil Gibran:
"...για τον πόνο..."


Και μια γυναίκα ζήτησε. Για τον πόνο μίλησέ μας.

Κι εκείνος αποκρίθηκε. Ο πόνος σας σπάζει το κέλυφος που περιβάλλει την κατανόησή σας. Όπως πρέπει να σπάσει το κουκούτσι του καρπού, ώστε να δει ο πυρήνας του το φως του ήλιου, έτσι οφείλετε να μάθετε τον πόνο. Κι αν το μπορούσατε στην καρδιά σας το θαυμασμό για της ζωής σας τα καθημερινά τα θαύματα να κρατούσατε, δε θα φαινόταν λιγότερος θαυμαστός απ' τη χαρά ο πόνος ; Και δε θα δεχόσαστε τους ρυθμούς της αλλαγής μες στην καρδιά σας, έτσι όπως δεχόσαστε τις αλλαγές του χρόνου στα χωράφια σας. Και θα παρατηρούσατε τη γαλήνη μέσα απ' τους χειμώνες της θλίψης σας.

Μεγάλο μέρος απ' τον πόνο σας είναι δική σας εκλογή.

Είναι ένα φάρμακο πικρό που ο μέσα σας γιατρός δίνει, τον άρρωστο εαυτό να θεραπεύσει. Εμπιστευτείτε το θεραπευτή, το φάρμακο του πιείτε σιωπηλά και ήρεμα. Γιατί το χέρι του, σκληρό κι αβάσταχτο αν είναι, έχει οδηγό το τρυφερό χέρι του Αόρατου. Κι η κούπα που προσφέρει, παρόλο που τα χείλη καιει, φτιαγμένη είναι από εκείνον τον πηλό που ο Αγγειοπλάστης ύγρανε με τα δικά Του ιερά δάκρυα .



(απόσπασμα από το "Ο Προφήτης" )

"Ο πόλεμος και τα μικρά έθνη"
Κάποτε, ψηλά πάνω από κάποιο λιβάδι που μια προβατίνα κι ένα προβατάκι βοσκούσαν, ένας αετός κυκλόφερνε και κοίταζε πεινασμένα κάτω το προβατάκι. Κι ενώ ήταν έτοιμος να κατέβει και ν' αρπάξει τη λεία του, κάποιος άλλος αετός φάνηκε και γυρόφερνε πάνω απ' την προβατίνα και το μικρό της, με την ίδια πεινασμένη διάθεση. Τότε, οι δυο ανταγωνιστές άρχισαν να παλεύουν, γεμίζοντας τον ουρανό με τις άγριες κραυγές τους.

Η προβατίνα κοίταξε ψηλά κι ένιωσε μεγάλη κατάπληξη. Γύρισε στο προβατάκι και είπε : "Παράξενο πράγμα που 'ναι, παιδί μου, δυο αρχοντικά πουλιά να πρέπει να ρίχνονται το ένα στ' άλλο. Ολόκληρος ουρανός και δεν είναι αρκετά μεγάλος και για τα δυο τους ; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα από την καρδιά σου να δώσει ο Θεός ειρήνη στα φτερωτά αδέρφια σου".

Και το προβατάκι προσευχήθηκε μέσα από την καρδιά του.

(απόσπασμα από το "Ο Πρόδρομος")

Kahlil Gibran:
"Τα τρία μυρμήγκια"

Τρία μυρμήγκια αντάμωσαν πάνω στη μύτη ενός ανθρώπου, που ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν στον ήλιο. Χαιρετήθηκαν, σύμφωνα με τα έθιμα της φυλής τους, και στάθηκαν εκεί κι άρχισαν την κουβέντα.

Το πρώτο μυρμήγκι είπε : "Αυτοί οι λόφοι κι αυτές οι πεδιάδες είναι οι πιο άγονες που έχω γνωρίσει. Ψάχνω ολημερίς για κανένα σποράκι, αλλά δε βρίσκω τίποτε". Το δεύτερο μυρμήγκι είπε : "Ούτε εγώ βρήκα τίποτε, μολονότι έψαξα κάθε γωνιά και ξέφωτο. Αυτή είναι θαρρώ η χώρα εκείνη που ο λαός μου την ονομάζει μαλακιά και κινούμενη γη, όπου τίποτα δε φυτρώνει". Το τρίτο μυρμήγκι σήκωσε τότε το κεφάλι και είπε : "Φίλοι μου, αυτή τη στιγμή στεκόμαστε πάνω στη μύτη του Υπέρτατου Μυρμηγκιού, του ισχυρού και άπειρου Μυρμηγκιού. Το σώμα του είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν μπορούμε να το δούμε. Η σκιά του είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούμε να την ανιχνεύσουμε. Η φωνή του είναι τόσο δυνατή, ώστε δεν μπορούμε να την ακούσουμε. Και είναι ο Πανταχού παρών".

Όταν το τρίτο μυρμήγκι είπε αυτά τα λόγια, ο άνθρωπος γύρισε στον ύπνο του, σήκωσε το χέρι του, κι έξυσε τη μύτη του. Τα τρία μυρμήγκια έγιναν λιώμα .

(απόσπασμα από το "Ο Τρελός" )
Αραβική ποίηση

Η αρχή της (αλ-)χημείας


Δε θέλω τον Μιχιάρ έρμαιο της γραμμής του μαύρου –
να’ ναι, λοιπόν, αντάρτης.
δε θέλω τον Μιχιάρ έρμαιο της γραμμής του λευκού –
να’ ναι, λοιπόν, υποταγμένος.
δεν τον θέλω ούτε να’ ναι η απόφαση
κι ούτε να’ ναι η απάντηση –
θέλω μόνο απ’ τον Μιχιάρ να ενδυθεί το πρόσωπο του διαστήματος /

Καλώς όρισες, άνθος της (αλ-)χημείας
εμείς οι δυο, τούτο το πρωί, γίναμε αδέλφια – γίναμε ένα,
και το σύμπαν μέσα μας, το ίδιο και το αυτό.


Άδωνης


Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη – Μπασούκου


Άδωνης

Η αρχή του σώματος
Αγριομαργαριτούλα
Κλέφτηκε μέσ’ απ’ τις χαραμάδες του καιρού
Για να στρωθεί κάτω κρεβάτι.
Θέλησε τα βήματά της ν’ απλωθούν
σα δρόμος κι ακολούθησε πιστά την
ποταμίσια κοίτη του Μπαράντα / κι ο τόπος πια
δεν ήταν αυτό που είχε ονομαστεί
Κασιούν, δεν ήταν ο ουρανός – ο τόπος

Ήταν το αγριολούλουδο.



Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου


Άδωνης

Η αρχή της ερώτησης


Ορίζοντας που ανθίζει, - όμως το πρόσωπο του όμβρου
Είναι απελπισία

Ορίζοντας που θρυμματίζεται, - όμως το πρόσωπο του όμβρου
Είναι εραστής.

Όμβρος εραστής χωρίς ελπίδα – τα βήματά μας
φυλλωσιά που χάνεται σε τάφρο

Πώς το νερό δεν πλημμυρίζει τέτοια τάφρο ;

Όμβρος εραστής, κι αν ρωτούσαμε :
Πώς το νερό δεν εξαγνίζει τούτους τους καρπούς –
Το βλέπεις που απαντάει στα δέντρα ;

Ίσως, ίσως …

όσο για μένα, θα ‘μαι η αιμόρροια, και θα περνώ
σχεδιάζοντας με ερωτήσεις την αρτηρία μου στα κατάστιχα της βροχής …




Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου


Άδωνης

Η τρέλα

Ψέματα είπαν –
Ο δρόμος μου, δρόμος μου πάντα.
Και η τρέλα που με οδήγησε, ποτέ δεν έπαψε να είναι η κορυφαία τρέλα

Κι εγώ, ο κύριος του φωτός –
Όμως για να μπορέσω ν’ αγγίξω την άκρη την απόλυτη
Αποδύομαι την ψυχή μου, ώρες-ώρες,
Βγαίνω απ’ τα βήματά μου

Και αυτοχρίομαι
Βασιλιάς, στ’ όνομα του φωτός μου, επί του σκότους.





Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου



Άδωνης

Η αρχή της ποίησης

Το πιο αληθινό απ’ αυτό που είσαι αναστατώνει το διάστημα
Κι οι άλλοι –κάποιοι σε νομίζουν κάλεσμα,
Κάποιοι σε νομίζουν ηχώ.
Το πιο αληθινό απ’ αυτό που είσαι είναι να’ σαι απόδειξη
στο φως και το σκοτάδι
Το τέλος κάθε λόγου γίνεται μέσα σου του λόγου αρχή

Κι οι άλλοι –κάποιοι σε βλέπουν σαν απαύγασμα
Κάποιοι σε βλέπουν σα δημιουργό.
Το πιο αληθινό απ’ αυτό που είσαι είναι να ’σαι το τέλος, να ’σαι ο στόχος, να είσαι –
σταυροδρόμι
στη σιωπή και στο λόγο.


Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου


Άδωνης

Η αρχή του δρόμου – 2

Διάβασε τις ημέρες σα βιβλίο – είδε

Τον κόσμο να γίνεται καντηλέρι
Για τη νυχτιά της πίκρας του
Και είδε
Τον ορίζοντα να ‘ρχεται προς το μέρος του σα φίλος,
Και είδε

Το πρόσωπο της φωτιάς και το πρόσωπο της ποίησης να ‘ναι ο δρόμος.





Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου


Άδωνης

Η αρχή του ταξιδιού

Οι συναντήσεις έρχονται κι ο ήλιος σβήνει εντός τους
Οι συναντήσεις φεύγουν κι η πληγή μέσα τους ανοίγει σα λουλούδι –
έπαψα πια το κλαδί να γνωρίζω,
μήτε ο άνεμος θυμάται
τα χαρακτηριστικά μου, - αυτό είναι το μέλλον μου ; ρώτησε

ο εραστής φωτιά,
και νοστάλγησε το ταξίδι που αναδύεται μέσα απ’ το πρόσωπό τους,
εντός τους ταξίδεψε …


Γκιμπράν

Πώς θα γαληνέψει χωρίς λύπη η ψυχή μου;
Όχι, αδυνατώ να εγκαταλείψω δίχως οδύνη
την πόλη αυτή.



Η θάλασσα με καλεί αφυπνώντας με
με τις κραυγές της και πρέπει να ξεκινήσω.


Ομάρ Αμπί Ραμπία

Δεν υπάρχει έρωτας πέρα από τον έρωτά μου
Μονάχα αν ξεπεράσεις το θάνατο και την τρέλα



Θα αρνιόσουν, αφού τις γνώρισες πρώτα καλά,
Τις κατοικίες όπου έζησαν οι γείτονές σου;
Κατοικίες λευκές, που κάποτε προστάτευαν
με μυστικό το πάθος σου, και ήταν συνάμα τα σημάδια του.

Ήθελε να σου αρέσει όταν ήσασταν εκεί,
Αναζητώντας το πάθος σου, ακόμη και στην άρνησή σου.

Αυτό που ζητούσες, στο έδινε ή το αρνιόταν,
παίζοντας την κάθε στιγμή.

Στιγμές τη θέλησή σου απαρνιόταν,
Κι άλλοτε την έβλεπες σε τίποτα να μην αντιστέκεται.

Όταν της θύμωνες, εκείνη κατάφερνε
Με το γέλιο να απομακρύνει τη διάθεσή σου.

Ήσουν, και ήταν κι αυτή, ήταν ο χρόνος.
Ευλόγησε λοιπόν κι εκείνη και το χρόνο.

Τη νύχτα ήσουν γι' αυτήν πατρίδα...
Και ήταν τότε, από τις δικές σου τις πατρίδες, η κορυφαία.

Ήταν λοιπόν η έγνοια σου μονάχα εκείνη,
Κι άλλην έγνοια απ' αυτήν δεν είχες.

Τότε, ήταν η συντρόφισσά σου πέρα για πέρα μέχρι
το βυθό της λέξης
Και σύντροφός σου, όσο κανένας σύντροφος.

Τότε, τον κάθε χλοερό τόπο υπερέβαινε η ευχαρίστηση,
Όσο φημισμένος κι αν ήταν.

Λεβάντα ευωδίαζε η σκιά της
Κι όποιο κοράκι να 'ταν δεν ήταν σαν τα δικά της.

Όμως κακοί σύρθηκαν ανάμεσα σε κείνη και σε σένα
Χαλάσανε τα δίχτυα της αγάπης και την απομάκρυναν.

Πεισμάτωσα, πεισμάτωσε, το πείσμα
Οδήγησε στο χωρισμό,

έκανες δημόσιο το φευγιό σου για να την πληγώσεις άδικα
δεν ήταν στ' αλήθεια πρέπουσα αυτή η συμπεριφορά σου.
Ή μήπως την είχες πλησιάσει, για να την αρνηθείς;
Το μέλλον θα δείξει.

Νομίζεις ίσως ότι στο πάθος σου
Θα επιστρέψει να δει κάποια σημάδια...

Μα το πάθος μέχρι και στο βασίλειο των νεκρών θα σε λίωνει
Η σκέψη σου και η λύπη σου γι'αυτήν.


Αμπού Νουάς

Φέρε τη λάμπα, μου είπε. Σιγά!
του απάντησα, το φως του μας αρκεί.
Κι έχυσα μέσα στο ποτήρι μια γουλιά του,
που ήταν το φως μας μέχρι να φέξει η μέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου